του Πάνου Γεραμάνη
Το τηλέφωνο χτύπησε πρωί πρωί εκείνο το Σάββατο του Ιουνίου του 1976. Ήταν ο εκλεκτός φίλος και αξέχαστος συνάδελφος Αντώνης Κορόβηλας. Μου είπε: «Παναή, μην κλείσεις να πας πουθενά απόψε. Επειδή αύριο Κυριακή δεν δουλεύουμε λόγω της αργίας του Αγίου Πνεύματος, θα εκστρατεύσουμε για του Μαγγίνα, στα Μελίσσια.
Έχω πει και στους φίλους μας να πάρουν τα όργανα. Θα παίξουν, θα τραγουδήσουμε κάτω από τα πλατάνια και τα νερά, θα πιούμε και ρετσίνα δροσερή κι ας μας βγάλει ώς το πρωί». 'Ηταν φυσικό να μην υπάρχει δικαίωμα για άρνηση σε μια τέτοια μοναδική πρόταση, όταν μάλιστα αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο Αντώνης ο Κορόβηλας.
'Εκανε ζέστη πολλή εκείνο το Σάββατο και η... βραδινή εκδρομή σ' εκείνη τη μαγευτική τοποθεσία ήταν ό,τι πιο ιδανικό υπήρχε. Ο Αντώνης ήρθε και με πήρε από το σπίτι που έμενα στην οδό Αντιοχείας, γιατί δεν είχα μέσον μετακίνησης. Φτάσαμε στο μαγαζί του Στέλιου Μαγγίνα γύρω στις 8.30. Κοντά μας ήταν και η Άννα, ενώ έφθαναν σιγά σιγά και οι υπόλοιποι της παρέας. Έρχονταν, έρχονταν και η προσέλευση δεν είχε σταματημό. Σ' ένα μακρύ τραπέζι κάτω από τα πλατάνια καθόμαστε πάνω από 30 άτομα. Ανάμεσά μας και ο άλλος αξέχαστος φίλος και συνάδελφος, ο Πάνος Κορόβηλας, με την Ντάντα και ο μεγαλύτερος αδελφός της οικογένειας Κορόβηλα, ο Κυριάκος, με την Ντίνα.
Ήρθαν και οι Κοντογιάννηδες (ο Γιώργος και ο Δημήτρης) με τον Δημητριανάκη και τον Σιδερή, με μπουζούκια, μπαγλαμάδες και κιθάρες. Μπουζούκι είχε, όμως, κι έπαιζε στην παρέα και ο συναισθηματικός Διονύσης Καλημέρης.
Ήρθαν στο τραπέζι κι άλλοι συνάδελφοι δημοσιογράφοι και φίλοι: Στέφανος Νιάρχος, Πάνος Παρασκευόπουλος, Γιώργος Λεονταρίτης, Κώστας Γερονικολός, Βασίλης Δημάκης, ο Κώστας Αθανασίου αλλά και ο γιατρός της παρέας και πολύ γλεντζές ο Γιάννης Ιατρίδης με τη Βίκυ. Τα όργανα έπαιζαν, η δροσερή ρετσίνα έρρεε άφθονη, όλοι τραγουδούσαν, ο Στέλιος ο Μαγγίνας και η γυναίκα του Ειρήνη δεν προλάβαιναν να σερβίρουν τα κοντοσούβλια και τα ψητά και το γλέντι τράβηξε ώς τις 7.30 το πρωί της Κυριακής.
Ήταν μια αξέχαστη νύχτα, απ' αυτές που δεν μπορείς να ζήσεις στη σημερινή εποχή, αλλά και που είναι δύσκολο να περιγράψεις ακριβώς τις λεπτομέρειες. Τέτοια γλέντια μόνο στου Μαγγίνα μπορείς να φαντασθείς. Και ξαναγύρισαν στη σκέψη μου όλα αυτά, όταν βρέθηκα στο ίδιο σημείο, λίγες ημέρες πριν, με τη Ναυσικά, τη Μαρία και τους φίλους και τους πολύ παλιούς και αγαπητούς μου συναδέλφους Δημήτρη Τσαλαπάτη και Σπύρο Λογαρά. Στο ίδιο τραπέζι, όπου ήρθε και τα ήπιαμε για λίγο ο Στέλιος Μαγγίνας, ο ιδιοκτήτης αυτής της υπέροχης ταβέρνας των 50 ετών, που κρατά και σήμερα τη γνησιότητα της παράδοσης. Ήρθαν και οι Κοντογιάννηδες (ο Γιώργος και ο Δημήτρης) με τον Δημητριανάκη και τον Σιδερή, με μπουζούκια, μπαγλαμάδες και κιθάρες. Μπουζούκι είχε, όμως, κι έπαιζε στην παρέα και ο συναισθηματικός Διονύσης Καλημέρης.
Ήρθαν στο τραπέζι κι άλλοι συνάδελφοι δημοσιογράφοι και φίλοι: Στέφανος Νιάρχος, Πάνος Παρασκευόπουλος, Γιώργος Λεονταρίτης, Κώστας Γερονικολός, Βασίλης Δημάκης, ο Κώστας Αθανασίου αλλά και ο γιατρός της παρέας και πολύ γλεντζές ο Γιάννης Ιατρίδης με τη Βίκυ. Τα όργανα έπαιζαν, η δροσερή ρετσίνα έρρεε άφθονη, όλοι τραγουδούσαν, ο Στέλιος ο Μαγγίνας και η γυναίκα του Ειρήνη δεν προλάβαιναν να σερβίρουν τα κοντοσούβλια και τα ψητά και το γλέντι τράβηξε ώς τις 7.30 το πρωί της Κυριακής.
«Ο προπάππος μου, Γιώργος Μαγγίνας, λέει ο Στέλιος - με υπερηφάνεια - ήταν οπλαρχηγός του 1821 και συμπολεμιστής με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο πατέρας μου, Γιώργος Μαγγίνας, εγγονός του οπλαρχηγού, που είχε αυτό εδώ το μαγαζί, έπινε ρετσίνα με τον Σπύρο Λούη όταν ο Ολυμπιονίκης του Μαρουσιού ήταν σε προχωρημένη ηλικία αλλά ισχυριζόταν ότι το κρασί του έκανε καλό!». Ο Στέλιος Μαγγίνας θυμάται ότι τα Μαγγινέικα, πριν μετονομασθούν σε Μελίσσια, ήταν ένα δάσος με πεύκα, πλατάνια, χειμάρρους και πολλά ρέματα. Τις νύχτες ακούγονταν τα τσακάλια και τα κουνάβια, ενώ κυκλοφορούσαν αλεπούδες, νυφίτσες και άλλα άγρια ζώα. Οι Μαγγινέοι είχαν κοπάδια πρόβατα στην περιοχή.
Η ταβέρνα γνώρισε μεγάλες δόξες. Τα Σαββατοκύριακα, όμως, μετά το 1965, πήγαινε πολύς κόσμος από διάφορες περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά. Γιατί είχε (και εξακολουθεί να έχει) το καλύτερο κλίμα. Το πιο ξηρό κλίμα με ελάχιστη υγρασία. Γι' αυτό και γύρω από την περιοχή υπήρχαν τα μεγάλα νοσοκομεία και σανατόρια για τους φυματικούς. Σήμερα στην ταβέρνα του Μαγγίνα δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα. Το περιβάλλον διατηρείται το ίδιο. Πλατάνια, νερά και πολλή δροσιά. Οι σούβλες δουλεύουν κάθε βράδυ και η κουζίνα ετοιμάζει όλες τις γνήσιες σπεσιαλιτέ. Όλη η οικογένεια Μαγγίνα στο πόδι. Ο Στέλιος, η Ειρήνη και τα τρία παιδιά τους: ο Γιώργος, η Αφροδίτη και ο Χρήστος. Το μενού: κοκορέτσι, κοντοσούβλι, σπληνάντερο, συκωταριές, μπριζόλες, παϊδάκια, αρνί σούβλας και γουρουνόπουλο σούβλας. Σαλάτες, τυρί και πατάτες τηγανητές. Καταπληκτική ρετσίνα.
Ο Στέλιος Μαγγίνας λέει: «Τους πελάτες τους δέχομαι έτσι όπως δέχομαι στο σπίτι μου τους συγγενείς και τους φίλους μου».
ΤΑ ΝΕΑ , 09-06-2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου